Καλαβασός αρχαιολογικοί χώροι. Η ανασκαφική έρευνα των ειδικών επιστημόνων και η συστηματική αρχαιολογική επισκόπηση στην περιοχή της Καλαβασού, είχαν σαν αποτέλεσμα την ανακάλυψη πολλών αρχαιολογικών χώρων, που εντάσσονται σ’ όλες σχεδόν τις φάσεις των κυπριακών προϊστορικών και ιστορικών χρονολογικών περιόδων. Οι σημαντικότεροι από τους χώρους αυτούς, κατά χρονολογική ακολουθία, είναι ο προκεραμεικός νεολιθικός συνοικισμός της Τέντας (7000 – 6000 π.Χ.), ο νεολιθικός συνοικισμός της Καλαβασού Α στην Κοκκινόγια της Κεραμεικής Νεολιθικής ΙΙ περιόδου (4500 – 3800 π.Χ.), οι χαλκολιθικοί συνοικισμοί στους Αγιούς και της Καλαβασού Β στις Παμπούλες (3500 – 2500 π.Χ.), σαν νεκροταφεία της Πρώιμης και Μέσης εποχής του Χαλκού, στο άμεσο συνοριακό περιβάλλον και στον κεντρικό οικιστικό τομέα της Καλαβασού (2500 – 1650 π.Χ.) και ο συνοικισμός και το νεκροταφείο της Τελευταίας εποχής του Χαλκού στον Άγιο Δημήτριο.
Οι συνοικισμοί της Τέντας, της Καλαβασού Α και της Καλαβασού Β εντοπίστηκαν και ερευνήθηκαν τμηματικά, σε μικρή ανασκαφική κλίμακα δοκιμαστικού χαρακτήρα, το 1947 από το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Το 1976 στο συνοικισμό της Τέντας αναλήφθηκε μεθοδική ανασκαφική έρευνα σε μεγάλη κλίμακα από την αμερικανική αρχαιολογική αποστολή του Πανεπιστημίου Brandeis, που συνεχίστηκε αδιάκοπα στους καλοκαιρινούς μήνες του 1977, 1978 και 1979 και περατώθηκε με την ανασκαφική περίοδο του 1984. Στη διάρκεια των ανασκαφικών περιόδων του 1978 και 1979 η ίδια αποστολή επεξέτεινε τις ανασκαφικές εργασίες της και στο συνοικισμό στους Αγιούς, που εντοπίστηκε το 1948 από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, και από το 1979 μέχρι το 1984, ερεύνησαν τμηματικά το συνοικισμό στον Άγιο Δημήτριο, που αποκαλύφθηκε το 1978 από το Τμήμα Αρχαιοτήτων στη διάρκεια της εκτενούς αρχαιολογικής επισκόπησης της κατευθυντήριας γραμμής του νέου δρόμου Λευκωσίας – Λεμεσού. Παράλληλα με το κύριο ανασκαφικό της έργο, η αποστολή του Πανεπιστημίου Brandeis, ανέλαβε και περάτωσε με επιτυχία και την ενδελεχή αρχαιολογική επισκόπηση σ’ ολόκληρη την περιοχή της Καλαβασού και ταυτόχρονα ανέσκαψε δεκατρείς συνολικά τάφους της Μέσης εποχής του Χαλκού (1900 – 1650 π.Χ.), που βρέθηκαν τυχαία στη διάρκεια οικοδομικών εργασιών στο κέντρο του χωριού. Οι ανασκαφέντες συνοικισμοί και όλοι οι άλλοι, οι αποκαλυφθέντες με την αρχαιολογική επισκόπηση του Τμήματος Αρχαιοτήτων και της αποστολής του Πανεπιστημίου Brandeis, συγκεντρώνονται κυρίως στη νοτιοανατολική και νοτιοδυτική περιοχή της Καλαβασού κατά μήκος της κοιλάδας, που διασχίζεται από τον ποταμό Βασιλικό, και βρίσκονται σ’ ελάχιστη απόσταση μεταξύ τους. Η συρρίκνωση και η μακραίωνη επιβίωση των συνοικισμών, και ιδιαίτερα των προϊστορικών, στην περιοχή αυτή της Καλαβασού, οφείλεται κατά κύριο λόγο στο προσχωσιγενές εύφορο έδαφος της μεγάλης κοιλάδας και στο άφθονο νερό του ποταμού Βασιλικού, καθώς και στα γειτονικά πλούσια μεταλλεία του χαλκού και στο εύκρατο πεδινό και παραλιακό κλίμα, που αναμφίβολα αποτέλεσαν τους βασικούς παράγοντες και δημιούργησαν τις πιο ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων των γεωργοκτηνοτροφικών και βιοτεχνικών αυτών κοινοτήτων.
Τα γενικά ανασκαφικά και αρχαιολογικά δεδομένα των ανασκαφέντων συνοικισμών και νεκροταφείων παρουσιάζουν την πιο κάτω χαρακτηριστική εικόνα. Ο συνοικισμός της Τέντας: Βρίσκεται σε επιβλητική θέση πάνω σε μικρό φυσικό λόφο, που απέχει 2,5 περίπου χμ. από τα νοτιοανατολικά σύνορα της Καλαβασού και 150 μέτρα από τη δυτική όχθη του ποταμού Βασιλικού. Όπως και στη Χοιροκοιτία, έτσι και στην Τέντα, οι κατοικίες με την απλή κυκλική δόμηση, είναι ολότελα λιθόκτιστες ή κτισμένες με αργούς λίθους στο κάτω τμήμα των τοίχων και με πλιθάρια στο υπόλοιπό τους τμήμα. Όλα τα δάπεδα των κατοικιών έχουν επίπεδη επιφάνεια και είναι κατασκευασμένα από κτυπητή γη. Σε αρκετά απ’ αυτά διατηρούνται ακόμη ίχνη ερυθρωπού χρώματος και μικρές κυκλικές οπές, στις οποίες στηρίζονταν ξύλινοι πάσσαλοι, που υποβάσταζαν τις στέγες.
Ο συνοικισμός της Καλαβασού Α: Παρόλο που υπάγεται στην τοποθεσίαΚοκκινόγια, βρίσκεται στον ίδιο αρχαιολογικό χώρο, μαζί με τον χαλκολιθικό συνοικισμό της Καλαβασού Β, που υπάγεται στην τοποθεσία Παμπούλες. Οι κατοικίες του συνοικισμού αυτού, που ανήκαν σε μια μικρή αγροτική κοινότητα γεωργών και κτηνοτρόφων της δεύτερης φάσης της Νεολιθικής εποχής, χαρακτηρίζονται από μια εντελώς πρωτότυπη αρχιτεκτονική. Πρόκειται για ημιυπόγειες, μονοθάλαμες κατοικίες, ακανόνιστου κυκλικού ή ελλειψοειδούς σχήματος, λαξευμένες στο φυσικό σκληρό βράχωμα, που πιθανόν να ήσαν στεγασμένες με καλάμια και ξύλα, καλυμμένα με συμπαγές στρώμα πηλού. Εκτός από μερικά μικρά κυκλικά ανοίγματα στα κεντρικά σημεία των γυμνών - φυσικών - δαπέδων, που φαίνεται να ήσαν οι υποδοχές ξύλινων πασσάλων για τη στήριξη των στεγών, δεν υπάρχουν άλλες ενδείξεις για τη δόμηση και την υπόλοιπη αρχιτεκτονική μορφή των κατοικιών. Επειδή η μεγάλη διάβρωση του εδάφους, κατέστρεψε σχεδόν ολότελα τα διάφορα διαδοχικά στρώματα του αρχαιολογικού χώρου, τα ανασκαφικά πορίσματα βασίστηκαν περισσότερο στην τυπολογία και τον συγκριτικό παραλληλισμό των κινητών ευρημάτων. Στα δάπεδα των κατοικιών βρέθηκαν αρκετά δείγματα λίθινων τριπτήρων, κοπάνων, γουδιών, αξίνων, πυριτολιθικών λεπίδων, αγγείων και άλλων οικιακών σκευών και εργαλείων καθώς και μεγάλος αριθμός κεραμικών οστράκων, που ανήκουν σε αγγεία με κτενιστή διακόσμηση και σε άλλα λευκά ερυθροβαφή αγγεία.
Ο ανασκαφέας και άλλοι μελετητές της κυπριακής Προϊστορίας, συγκρίνοντας τις κατοικίες της Καλαβασού Α, μ’ εκείνες της Beerscheba στη νότια Παλαιστίνη και βλέποντας και τις σχετικές ομοιότητές τους, κατέληξαν στο πιθανό συμπέρασμα ότι οι κατοικίες της Καλαβασού Α, κτίστηκαν από εποίκους που προέρχονταν από την παλαιστινιακή αυτή περιοχή και που εγκαταστάθηκαν στο νησί γύρω στο 4500π.χ. Άλλοι επιστήμονες υποθέτουν ότι οι κατοικίες αυτές είναι κάπως μεταγενέστερες απ’ εκείνες της Σωτήρας, που καταστράφηκαν από σεισμό, και αποτελούν ειδικά αντισεισμικά καταφύγια, και άλλοι δεν αποκλείουν την πιθανότητα να ήσαν πραγματικά ειδικά κατασκευασμένες για προφύλαξη από τους σεισμούς, αλλά σύγχρονες των κατοικιών της Σωτήρας. Παρόλο που οι θεωρίες αυτές φαίνονται ευλογοφανείς, ωστόσο παραμένουν απλές εικασίες. Ελπίζεται όμως ότι, με τη συνέχιση των ανασκαφικών ερευνών, θα έλθουν στο φως νέες επαρκείς και αδιάσειστες αρχαιολογικές μαρτυρίες, που θα διαλευκάνουν όχι μόνο το προβληματικό αυτό θέμα, αλλά και άλλες σκοτεινές πτυχές του κυπριακού νεολιθικού πολιτισμού.
Ο συνοικισμός της Καλαβασού Β: Φαίνεται να αποτελεί συνέχεια του προγενέστερου νεολιθικού συνοικισμού της Καλαβασού Α και παρουσιάζει σχεδόν πανομοιότυπη οικιακή αρχιτεκτονική. Μερικά από τα δείγματα των κατοικιών του, που αποκαλύφθηκαν, είναι λαξευμένα τμηματικά στον φυσικό βράχο, σε ακανόνιστο κυκλικό σχήμα, και το υπέργειο τμήμα τους είναι κατασκευασμένο από ξύλα, επενδυμένα με παχύ στρώμα πηλού. Ελάχιστα άλλα από τα ανασκαφέντα δείγματα κατοικιών, είναι ολότελα υπέργεια σε σχήμα κώνου. Τα θεμέλια και το κυκλικό κάτω μέρος είναι λιθόκτιστα και η ανωδομή κατασκευασμένη από πασσάλους, που καταλήγουν στην κορφή ενός άλλου πασσάλου, στηριγμένου στο κέντρο του δαπέδου. Το ίδιο ακριβώς αρχιτεκτονικό σχήμα έχουν και μερικές από τις κατοικίες του χαλκολιθικού συνοικισμού της Ερήμης. Τα κινητά ευρήματα από τον συνοικισμό περιλαμβάνουν ελάχιστα δείγματα λίθινων αγγείων, μερικά δείγματα πήλινων λευκών ερυθροβαφών αγγείων, οστέινα αντικείμενα και διάφορα άλλα μικροτεχνικά έργα.
Ο συνοικισμός στους Αγιούς: Βρίσκεται σε απόσταση 500 περίπου μέτρων ανατολικά της Τέντας και 600 μέτρων βόρεια των συνοικισμών της Καλαβασού Α και Καλαβασού Β. Από τ’ αρχιτεκτονικά δείγματα των ημιϋπόγειων λαξευτών κατοικιών, που έχουν αποκαλυφθεί με τις ανασκαφές της αμερικανικής αποστολής του Πανεπιστημίου Brandeis και που είναι πανομοιότυπα μ’ εκείνα του χαλκολιθικού συνοικισμού της Καλαβασού Β, συμπεραίνεται ότι ο συνοικισμός αυτός διαδέχθηκε τον συνοικισμό της Καλαβασού Β. Η άποψη αυτή του ανασκαφέα ενισχύεται και από τη χρονολόγηση του συνοικισμού στους Αγιούς, που εντάσσεται στη δεύτερη φάση της Χαλκολιθικής εποχής (3000-2500π.χ.), ενώ ο συνοικισμός της Καλαβασού Β ανάγεται στην πρώτη φάση (3500-3000π.χ.)
Αξιόλογα από τα κινητά ευρήματα του συνοικισμού είναι μερικά εκλεκτά δείγματα αγγειοπλαστικής, με έντονα τα εξελιγμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ποικίλων γεωμετρικών μοτίβων, στα λευκά ερυθροβαφή αγγεία, αρκετοί ψήφοι περιδεραίων και περίαπτα από εισαγμένο μάρμαρο και κορνήλιο λίθο, μερικές λίθινες αξίνες και διάφορα οστέινα και άλλα μικροτεχνικά έργα.
Ο συνοικισμός στον Άγιο Δημήτριο: Βρίσκεται σ’ ελάχιστη απόσταση στα νότια της Τέντας. Μετά τον εντοπισμό του, το 1978, ένα μεγάλο τμήμα του κεντρικού του τομέα ανασκάφηκε και αφού σχεδιαγραφήθηκε, επιχωματώθηκε για να κατασκευαστεί πάνω σ’ αυτό μικρό μέρος του νέου δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού, μήκους 150 περίπου μέτρων. Στο καλυμμένο αυτό τμήμα του συνοικισμού, βρίσκονται τ’ αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μεγάλων κατοικιών κτισμένων από αργούς λίθους και πελεκητούς ασβεστόλιθους. Παρόμοιες κατοικίες και μεγάλα κτιριακά συμπλέγματα αποκαλύφθηκαν, μετά την επιχωμάτωση, στον ανατολικό, στον νότιο, στον κεντρικό και στον βορειοανατολικό τομέα του συνοικισμού, που δεν είχαν επηρεαστεί από τη διέλευση του δρόμου. Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο από τ’ αποκαλυφθέντα κτιριακά συμπλέγματα βρίσκεται στον βορειοανατολικό τομέα του συνοικισμού. Τούτο καλύπτει μια έκταση 1.000 περίπου τετραγωνικών μέτρων και αποτελείται από μια μεγάλη εσωτερική αυλή, πλαισιωμένη από διαδρόμους και δωμάτια στη βόρεια και τη νότια πλευρά. Στο ανατολικό τμήμα του κτιρίου υπάρχουν πολλά ομοιόμορφα μικρά δωμάτια και στη δυτική του πλευρά υπάρχει μόνο μια μεγάλη αίθουσα (19 Χ 7,5), με μια σειρά από έξι μονολιθικούς πεσσούς. Στην αίθουσα αυτή βρέθηκαν αρκετοί αποθηκευτικοί πίθοι, τοποθετημένοι κατά σειράν πάνω σε ειδικές λίθινες βάσεις, στηριγμένες στο δάπεδο. Ολόκληρο το κτίριο ήταν κτισμένο με αργούς λίθους και πελεκητούς ασβεστόλιθους και πιθανό να αποτελούσε ένα από τους κυριότερους δημόσιους διοικητικούς χώρους του συνοικισμού. Τόσο το κτίριο αυτό όσο και τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του συνοικισμού, που παραλληλίζονται με τα μεγαλοπρεπή κτίρια της Έγκωμης και του Κιτίου, χρονολογούνται μεταξύ του 1325 και του 1225 π.Χ. και μαρτυρούν την μεγάλη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής της Καλαβασού στη διάρκεια των Κυπρο-Μυκηναϊκών χρόνων.
Η σημαντικότερη ανακάλυψη κινητών αρχαιοτήτων επιτεύχθηκε έξω από τη δυτική πλευρά του επιβλητικού αυτού δημοσίου κτιρίου. Πρόκειται για την ανεύρεση ενός από τους πλουσιότερους κυπριακούς αρχαιολογικούς θησαυρούς, μέσα σε άθικτο λαξευτό τάφο, που χύνει άπλετο φως στη κοινωνικο-οικονομική και πολιτιστική υπόσταση των κατοίκων της περιοχής αυτής, στις αρχές του 14ου αιώνα π.Χ., όπου εντάσσεται χρονολογικά ο τάφος και τα κτερίσματά του. Ο νεκρικός θάλαμος του τάφου, πλάτους 4,40μ., είναι λαξευτός στο φυσικό ασβεστολιθικό βράχωμα και φέρει έδρανο στην ανατολική του πλευρά. Μέσα σ’ αυτό βρέθηκαν οι σκελετοί τριών νεαρών γυναικών, ενός παιδιού 4-8 χρόνων και δυο νηπίων. Τα κτερίσματα που συνόδεψαν τους νεκρούς αποτελούνται από χρυσά βραχιόλια, περιδέραια και δακτυλίδια συνολικού βάρους 432 γραμμαρίων, παρόμοια αργυρά κοσμήματα, διάφορα άλλα κοσμήματα και αντικείμενα από φαγεντιανή, αλάβαστρο και γυαλί και εκλεκτά μυκηναϊκά αγγεία με περίτεχνη διακόσμηση δελφινιών και ποικίλων γεωμετρικών μοτίβων. Ο πλουσιότατος αυτός τάφος, που είναι κατά 50-70 χρόνια αρχαιότερος του μυκηναϊκού συνοικισμού στον Άγιο Δημήτριο, ανήκει στο νεκροταφείο ενός αρχαιότερου γειτονικού συνοικισμού, που δεν έχει ακόμη εντοπιστεί.
Οι 13 ανασκαφέντες τάφοι στον κεντρικό οικιστικό τομέα της Καλαβασού, της Μέσης εποχής του Χαλκού, και όλοι οι άλλοι, που κατά καιρούς βρέθηκαν στο άμεσο συνοριακό περιβάλλον του χωριού και που χρονολογούνται στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού, απέδωσαν μεγάλες ποσότητες αγγειοπλαστικής, ποικίλα μικροτεχνικά έργα και διάφορα άλλα κτερίσματα. |